κραδησίτης

κραδησίτης
κρᾰδησίτης· φαρμακός, ὁ ταῖς κράδαις βαλλόμενος, Hsch.; cf.
A

κράδη 1.1

,

κραδίας 11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κραδησίτης — κραδησίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μάγος τον οποίο μαστίγωναν με κλαδιά συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί συκιάς» με ασαφή παραγωγική διαδικασία] …   Dictionary of Greek

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”